- αρσενόμορφος
- ἀρσενόμορφος, -ον (Α)αυτός που έχει αντρική εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -μορφος < μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρσενόμορφε — ἀρσενόμορφος of masculine form masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek